[94] ἈΛέω (molo, ἀλέσω, ἀλῶ Moeris 17, ἤλεσα; ἀληλεκέναι Nicarch. 33 (XI, 251); ἀληλεσμένος σῖτος Her. 7, 23; Thuc. 4, 26, wo Bekk. ἀληλεμένος hat; Amph. XIV, 649 a; ἀλεσϑείς Athen.; ἀλεστἐον Diosc.), mahlen, zermalmen, κἀχρυς Ar. Nub. 1340; ἤλουν τὰ σιτία Phereer. Ath. VI, 263 b; auch von der Mühle, ἄλει μύλα ἄλει Plut. Conv. sept. sap. 14; sprichwörtlich βίος ἀληλεσμένος, verfeinertes, bequemes Leben, Ath. a. a. O. Zenob. 1, 21; nach Snid. ἐπὶ τῶν ἐν ἀφϑονίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ὄντων; s. ἀλήϑω.