[61] Ἄιρος, ὁ, Odyss. l 8, 73, scherzhafte Negation des Namens Iros, Ἶρος Ἄιρος Iros der kein Iros ist, Unglücks-Iros, Apoll. Lex. Hom. 18, 16 ἐπὶ κακᾠ Ἶρος ὠνομασμένος. Vgl. Δύσπαρις Iliad. 3, 39. 13, 769, Κακοίλιος Od. 19, 260. 597. 23, 19.