[703] ἐγ-κάθ-ημαι (s. ἧμαι), darin, darauf sitzen; Xen. Equ. 1, 11; ὅπως μὴ 'ν τοῖς τρίβωσιν ἐγκάϑηνταί που λίϑοι, daran hängen bleiben, Ar. Ach. 343; vgl. Antiphan. Ath. X, 449 c; bes. im Hinterhalt liegen, ζητεῖν ὅπου λέληϑεν ἡμᾶς κρυπτὸς ἐγκαϑήμενος Ar. Th. 600; καὶ ἐνεδρεύω Aesch. 3, 206; Pol. 5, 70, 8. Von Besatzungen, darin stehen, ἐν Κορίνϑῳ φρουρὰς ἐγκαϑημένης Pol. 17, 11, 6; vgl. Strab. XII p. 546; auch übertr., φόβου ταῖς ψυχαῖς ἐγκαϑημένου Pol. 2, 23, 7.