[709] ἐγ-κολάπτω, eingraben, einschneiden, ἐνεκόλαψε ἐς τὸν τάφον γράμματα Her. 1, 187, wie Plut. Pericl. 21; ἐν πέτρῃσι ἐγκεκολαμμένος Her. 2, 106; 136; ἐπὶ τρίποσι 5, 59, wie Luc. Zeux. 11; auch τινί, καί σφι γράμματα ἐνεκεκόλαπτο Her. 1, 93; D. Cass. 60, 6; ἐπί τινος, in der Ueberschrift des Ep. ad. 2291, (App. 311), u. a. Sp.; auch κατά τινος, Liban.; – ἐγκολαπτός, eingegraben, ἱστορία ἐν ἐκπώμασιν Ath. XI, 781 e, u. Sp.