[711] ἐγ-κωμιάζω (vgl. ἐγκώμιος), fut. ἐγκωμιάσομαι, Plat. Conv. 198 e u. A., act. Plat. Gorg. 518 d;[711] Schol. Pind. Ol. 1, 58; lobpreisen, ἐγκωμιασϑεῖσα Her. 5, 5; καὶ ἐπαινέσαι Plat. Prot. 346 b; ἐνεκωμίασε Isocr. 4, 159; Folgde oft; ταῦτα δὴ καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἐγκωμιάζουσι δικαιοσύνην Plat. Rep. II, 363 d; τινὰ – ἀγαϑὸν ἄνδρα, als einen guten Mann, Men. 99 d; ἐπὶ σοφίᾳ Euthyph. 9 b; περί τι, Theaet. 142 b; κατὰ τοῠτο, Lach. 191 b; διά τι, Menex. 241 d; ἐγκεκωμιακώς, Legg. I, 629 c; ἐγκεκωμιασμένος, Charm. 157 e.