[712] ἐγ-χαλῑνόω, aufzäumen, ἐγκεχαλινωμένοι τὰ στόματα Her. 3, 14; Xen. An. 7, 2, 21; Sp., wie Luc. Bacch. 3. Uebertr., αἰτίαν ἔλαβε, ὡς ἐγκεχαλινωμένον τῇ ὀλιγαρχίᾳ τὸν δῆμον ἀνεὶς αὖϑις ἐξυβρίσαι, wie unser zügeln, Plut. Lys. 21.