[718] ἐθείρω, Il. 21, 347 χαίρει δέ μιν ὅστις ἐϑείρῃ, wer es (das Ackerland) pflegt, bearbeitet; Orph. Arg. 932 χρυσάαις φολίδεσσιν ἐϑείρεται, mit goldenen Schuppen geschmückt. Vgl. ϑέρω, ϑεραπεύω, ἀϑερίζω.