[760] ἐκ-θερίζω, ganz aberndten, abmähen, Dem. 53, 21; πυρούς Alciphr. 3, 16; a. Sp. Uebertr., τῶν μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φϑίνει τε καὶ ϑερίζεται πάλιν Eur. frg. bei Stob. flor. 105, 19; τοὺς γηγενεῖς Schol. Ap. Rh. 4, 1033; ἐκϑερίξω γλῶσσαν Anacr. 9, 7.