[763] ἐκ-κλητεύω, = κλητεύω, im pass., Aesch. 1, 46. Vgl. B. A. 188 ἐκκλητευϑῆναι· τῶν ἐκλιπόντων μαρτυρίαν τὰ ὀνόματα ἐν τῷ δικαστηρίῳ ἐκηρύσσετο; vgl. Poll. 8, 37 u. Meier u. Schömann Att. Proceß S. 672.