[763] ἐκ-κλύζω, ausspülen, auswaschen; ῥύμματα Plat. Rep. IV, 430 a; τὰ λύματα τῆς πόλεως εἰς τὸν [763] Τίβεριν Strab. 5, 3, 8. – Auch intr., ausströmen, Apolld. 1, 6, 3.