[768] ἐκ-μαραίνω, ausdörren, verwelken lassen, Theophr.; τὸ τηλέφιλον ἐξεμαράνϑη Theocr. 3, 30; ὁ χρόνος ἐξεμάρανε τὰ ἄνϑη Strat. 73 (VII, 234).