[782] ἐκ-τόπιος, fem. ἐκτοπία Soph. O. R. 166 ch., 1) entfernt; ἀπάγετ' ἐκτόπιόν με ibd. 1340; ποῠ κυρεῖ ἐκτ. συϑείς; O. C. 119; O. T. 166 ἠνύσατ' ἐκτοπίαν φλόγα πήματος, Schol. ἐξετοπίσατε, ihr entferntet; fremd, ausländisch, Ath. XIV, 659 b. – 2) wie ἔκτοπος, wunderlich; ὁρμαί Orph. H. 57, 10.