[795] ἐλευθερικός, den Freien eigen, frei, Ggstz ἀνελεύϑερος; Plat. Legg. XI, 919 e; πολιτεία ἐλευϑερικωτάτη, im Ggstz der δεσποτικωτάτη, III, 701 e.