[808] ἐμ-μελετάω, in, an Etwas üben; ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν παρέχειν Plat. Phaedr. 228 e; τοὺς Ἀϑηναίους τοῖς ἀγῶσι Plut. Cim. 18; ἡμῖν ἐμμελετητέον ἐστὶ τοῖς φαύλοις, wir müssen uns daran gewöhnen, vit. pud. 7.