[814] ἐμ-πλάσσω, att. -πλάττω (s. πλάσσω), darin-, darausstreichen, -schmieren; ἐν σμύρνῃ Her. 2, 73; Arist. u. Sp.; πλοῖα ἐμπλασϑέντα ἀσφάλτῳ Strab. XVI p. 743; verstopfen, πόρους, Gal.; darin bilden, μέλισσαι κηρία ἐν ἀγορᾷ ἐνέπλασαν D. Cass. 78, 25; eindrücken, Hippocr.