[815] ἐμ-πόδιος, im Wege stehend, hinderlich; τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι Eur. Ion 862; Ar. Lys. 531; μαντηΐου ἐμποδίου γενομένου Her. 2, 158; ζήτησις ἐμπόδιος γίγνεται τοῦ μὴ καλῶς ἀσκεῖν, wird der Uebung hinderlich, Plat. Legg. VIII, 832 a; τινί, Soph. 231 a u. öfter, wie Folgde; ὡς μὴ ἐμπόδιον εἶναι τὸ ψήφισμα τῆς εἰρήνης Thuc. 1, 139; mit folgdm inf., 1, 31; πρός τι, Pol. 4, 81, 4; τὸ ἐμπόδιον, das Hinderniß, Plat. u. A.