[826] ἐν-αλλάξ, wechselsweis, abwechselnd; ἀμειβόμενος Pind. N. 10, 55; Her. 3, 40; ἴσχειν τὼ πόδ' ἐν., kreuzweis, Ar. Nubb. 983; οἷ δὴ δι' ἐνιαυτοῦ πέμπτου, τοτὲ δὲ ἐν. ἕκτου ξυνελέγοντο Plat. Criti. 119 d; τινός, D. Sic. 5, 7; ἀλλήλοις, Aen. Tact. 26; αἱ ἐν. γωνίαι, Wechselwinkel, Euclid.