[829] ἐν-αρμόζω u. ἐναρμόττω (s. ἁρμόζω), 1) einfugen, einpassen, anpassen; νὶν ὕμνῳ, in den Gesang, Pind. I. 1, 16, vgl. Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ Ol. 3, 5; εἰς παιδιὰν τὰς τῶν ἀναγκαίων ἀριϑμῶν χρήσεις Plat. Legg. VII, 819 c; ἔγχος σφονδύλοις ἐνήρμοσεν, hineinstoßen, Eur. Phoen. 1413; πλευροῖς πτηνὰ βέλη Herc. Fur. 179; ἐκείνῃ [829] τὴν βάλανον Ar. Lys. 413; εἰς περιόδους τὰ νοἠματα D. Hal. de Isocr. 3; αὑτόν, sich beliebt machen, Plut. Alex. 52. – 2) intrans., dazu passen, sich schicken; πᾶσι ποιήμασι Plat. Legg. X, 894 c; ἐν ἰαμβείοις Ar. Ran. 1202; τοῖς πολλοῖς ἐνήρμοττε, gefiel ihnen, Plut. Them. 5.