[850] ἐν-ορμάω, hineintreiben; τὰ ἐνορμῶντα, Hippocr, das den Organismus Belebende. – Intrans., hineinstürmen, ὀργῇ καὶ ϑυμῷ χρώμενος ἐνώρμησεν εἰς τοὺς καιρούς Pol. 16, 28, 8.