ἐξ-ανδρόομαι
[868] ἐξ-ανδρόομαι, pass., ganz zum Mann werden, das mannbare Alter erreichen; ἤδη πυρσαῖς γένυσιν ἐξανδρούμενος Eur. Phoen. 32; Ar. Equ. 1241; ἐξ- [868] ανδρωμένος Her. 2, 64. – Bei Eur. Suppl. 725 λόχος δ' ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος, aus Zähnen in Männer verwandelt.