[872] ἐξ-αρκούντως, hinreichend, genug; ἠρίστηται Ar. Ran. 376; Plat. τὸν κοσμίως καὶ τοῖς ἀεὶ παροῠσι ἱκανῶς καὶ ἐξ. ἔχοντα βίον Gorg. 493 c.