[877] ἐξ-εμπολάω, verkaufen, verhandeln, durch den Handel gewinnen; ὅποι πλέων ἐξεμπολήσει κέρδος Soph. Phil. 363; ἐξημπόλημαι κἀκπεφόρτισμαι, ich bin verrathen u. verkauft, Ant. 1023; πάντων ἐξημπολημένων, nachdem Alles ganz verkauft war, Her. 1, 1; ἐξεμπολήσας τὸν φόρτον ἐν ταῖς πόλεσιν D. Hal. 3, 46.