[877] ἐξ-ερεείνω, ausfragen, ausforschen, auskundschaften; πόρους ἁλός Od. 12, 259; ἕκαστα 10, 14; τινά 23, 86; sp. D., wie ναυτιλίην Ap. Rh. 4, 721. 1250; κιϑάραν, der Cither Töne entlocken, h. Merc. 483. – Med. = act., ἐξερεείνετο μύϑῳ Il. 10, 81.