[880] ἐξ-ευρίσκω (s. εὑρίσκω), ausfindig machen, ausfinden, erfinden; ἴχνια Il. 18, 322; ὕμνον, ἀέϑλων κράτος Pind. P. 1, 60 I. 7, 5, u. öfter; τοιόνδε δεσμόν Aesch. Prom. 96; μηχανήματα 467; γαστρὶ μὲν τὰ σύμφορα τόξον τόδ' ἐξεύρισκε Soph. Phil. 288; ἐᾶτέ με τὸν τύμβον ἐξευρεῖν O. C. 1542; τὰς παιγνιὰς ἐξευρεϑῆναι παρὰ σφίσι Her. 1, 94; Folgde; durch wissenschaftliche Untersuchung finden; ἐξευρήκαμεν ὃ ἔστι τὸ φίλον Plat. Lys. 218 b; ἐξευρεῖν περὶ ἀνδρείας πῶς ποτ' ἔχει Prot. 353 b; – aussuchen, τὰ κάλλιστα Her. 7, 119; ἁλὸς ϑέναρ, durchsuchen, Pind. I. 3, 74. – Med., ἐξεύροντο παλαίσματα Theocr. 24, 112; τέχνην ἐξηύρατο Men. bei Stob. flor. 51, 27.