[934] ἐπί-δειγμα, τό, das Vorgezeigte, die Probe, das Schaustück, σοφίας πλείστης ἐπίδειγμα Plat. Hipp. min. 368 c; ἱκανὸν δικαιοσύνης ἐπ. Xen. Mem. 4, 4, 12; ἐπίδειγμα ἐπιδεῖξαι, eine Probe ablegen, Cyr. 8, 2, 9; Sp., wie p. bei Strab. II, 1, 74 ἐπίδ. χειμῶνος μεγάλου.