[980] ἐπί-σκοπος, das Ziel treffend, erreichend, ὁποῖα νίκης μὴ κακῆς ἐπίσκοπα, den Sieg erzielend, Aesch. Eum. 863, vgl. 493; Τεύκρου βοῶντος ἄτης τῆςδ' ἐπίσκοπον μέλος Soph. Ai. 955, darauf hinzielend, dazu passend; οὕτως ἐπίσκοπα τοξεύειν Her. 3, 35, geschickt schießen, daß man das Ziel trifft; Sp., βάλλοιμι δ' ἐπίσκοπον ἠχήν Opp. C. 1, 42; adv., ἐπισκόπως πέμπειν τοὺς ὀϊστούς Them.; ἀκοντιεῖς ἐπισκοπώτατα Poll. 1, 215; Alcidam. Soph. p. 674, 21.