[936] ἐπι-δέω (s. δέω), dazu bedürfen, nöthig haben; τῆς τέχνης ἂν μόνον ἐπιδέοι Plat. Legg. IV, 709 d; ῥητορεία κιγκλίδων ἐπιδέουσα Plut. sol. an. 22; impers., ἐὰν δὲ καὶ ἄλλης ἐπιδέῃ βοηϑείας D. Hal. 6, 63; – τετρακοσίας μυριάδας ἐπιδεούσας ἑπτὰ χιλιάδων, woran noch 7000 fehlen, weniger 7000 Mann, Her. 7, 28; Plut. – S. oben ἐπιδέομαι u. ἐπιδεύομαι.