[951] ἐπι-κοινωνέω, Etwas mit Einem gemein haben, ἀλλήλοις Plat. Gorg. 464 c; Soph. 251 d; τινί Dem. 29, 36; νόμον οὐδὲν ἐπικοινωνοῦντα τῷ περὶ τῶν στεφανουμένων Aesch. 3, 44; pass., γάμους ἀλλήλοις ἐπικοινωνουμένους, wie ἐπικοίνους, Plat. Legg. I, 631 d, mit der v. l. ἐπικοινουμένους.