[955] ἐπι-κῡρόω, bestätigen, genehmigen, ἐπικυρώσας τὸ πρᾶγμα, τὴν γνώμην, Is. 7, 2. 42; Thuc. 3, 71; ἤκουσεν ὧν δεῖ (ἡ Νέμεσις) κἀπεκύρωσεν καλῶς Soph. El. 783; ἡμᾶς ϑανεῖν, bestimmen, Eur. Or. 862; ὅτῳ ταῠτα δοκεῖ καλῶς ἔχειν, ἐπικυρωσάτω Xen. An. 3, 2, 32; Dem. u. A.