[958] ἐπι-λιχμάω, = ἐπιλείχω, ἂν μὴ τοῦτό μοὐπιλιχμήσῃς τοὔλαιον Babr. 48, 6; med. bei Philo, v. l. ἐπιλιχνεύομαι.
Meyers-1905: Epi...
Pierer-1857: Epi...