[962] ἐπι-μέμφομαι, dep. med., tadeln worüber, Vorwürfe machen, τινί τι, ἤ τι κασιγνήτοις ἐπιμέμφεαι Od. 16, 97, wie 115; ἐμὶν ἐπεμέμψατο Theocr. 2, 144; τὰ Κροῖσος ἐπιμεμφόμενος τῷ Κύρῳ ἐς τὰ χρηστήρια ἔπεμπε Her. 1, 75; τινὶ ἀντί τινος, 4, 159; selten τινά τινος, z. B. ὧν ἐπιμεμφομένα σε Soph. Tr. 122; τινί τινος, Luc. D. Mort. 27, 2; – sich worüber beschweren, unzufrieden sein, zürnen, εἰ ὅγ' εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται εἴϑ' ἑκατόμβης, um die Hekatombe, Il. 1, 65. 2, 225; mit ἕνεκα, 1, 94; ἐπιμέμφεσϑε ὅσα ὑμῖν Μίνως ἔπεμψε δακρύματα Her. 7, 169, vgl. 1, 116; hinterher sich beschweren, 2, 129.