[960] ἐπι-μαρτυρέω, Zeuge wobei sein, Etwas durch sein Zeugniß bestätigen, bezeugen, εἰ ἡμῖν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα μὴ κεῖσϑαι Plat. Crat. 397 a; Ggstz ἀντιμαρτυρέω, Sext. Emp. adv. math. 7, 211; oft Plut., τί, Lys. 22; absol., Nic. 6; vgl. App. Syr. 41. – Med. = ἐπιμαρτύρομαι, Λακεδαιμονίοισι ἐπεμαρτυρέοντο μὴ ποιέειν Her. 5, 93.