[961] ἐπι-μελής, ές, 1) akt., Sorge tragend, sorgend, besorgt, für Etwas, τινός, z. B. τῶν ξυμμάχων Xen. Cyr. 4, 2, 38; ἀγαϑῶν Plat. Conv. 197 d, wie Legg. X, 900 c u. Folgde; absolut, ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προϑύμως μανϑάνω Ar. Nubb. 501; ἐπιμελέστατος στρατηγῶν Κόνων Isocr. 4, 142, der eifrigste in seinem Berufe, wie δεῖ τοὺς ἄρχοντας ἐπιμελεστέρους γίγνεσϑαι τοὺς νῦν τῶν πρόσϑεν Xen. An. 3, 2, 30; ἐπιμελεστέραν ϑεραπείαν ἔχειν Men. Stob. flor. 106, 8. – Auch περί τι, Xen. Mem. 3, 4, 9. – 2) pass., wofür man sorgt, was Einem am Herzen liegt, οἷς ἁγνεία τούτων ἐπιμελής Plat. Legg. X, 909 e; bes. neutr. ἐπιμελές τινί ἐστιν od. γίγνεται, es liegt Einem am Herzen, er läßt es sich angelegen sein, τί, Her. 3, 40; ἐπιμελές μοι ἦν ὁρᾶν 2, 150; οἷς ἐπιμελὲς εἴη εἰδέναι Thuc. 1, 5, wie Dem. 19, 59; οἷς ἐπιμελὲς ἦν κακῶς ἐμὲ ποιεῖν 18, 249; τοῖς ἄρχουσιν ἐπιμελὲς ἔστω, μή τις ἀδικῇ, sie sollen dafür Sorge tragen, Plat. Legg. XI, 932 d; ἐπιμελὲς πεποίημαι εἰδέναι, Conv. 172 c, wie D. Hal. de Thuc. 2, 7; – τινός, z. B. ὅσοις ἀνδρείας τῆς ϑείας ἐπιμελές Plat. Legg. VII, 824 b; Folgde. wie τούτων πάντων ἐπιμελές ἐστι τῇ συγκλήτῳ Pol. 6, 13, 5; τὸ ἐπιμελὲς τοῦ δρωμένου πολλοῖς προςήκει Thuc. 3, 66, vom Schol. ἐπιμέλεια erklärt. – Bei Her. 1, 89 ἐπιμελὲς ἐγένετο τῷ Κύρῳ τὰ Κροῖσος εἶπε, es machte ihn stutzig, erregte seine Aufmerksamkeit, vgl. 5, 12. 7, 37. – Adv. ἐπιμελῶς, sorgfältig, eifrig, Plat. Tim. 88 c u. Folgde; ἐπιμελεστέρως, Ath. XIV, 629 b.