[972] [972] ἐπι-πρηνής, ές, vornüber geneigt wohin, ἰσϑμὸς χέρσῳ ἐπιπρηνὴς καταειμένος Ap. Rh. 1, 939, Schol. ἔμπροσϑεν.
Meyers-1905: Epi...
Pierer-1857: Epi...