[981] ἐπι-σπορία, ἡ, = ἐπισπορά, Hes. O. 444; vgl. Poll. 1, 223, ἐπισπορία ὅταν τις εἰς τὸ αὐτὸ σπέρμα ἕτερον ἐπεμβάλλῃ.
Meyers-1905: Epi...
Pierer-1857: Epi...