[986] ἐπι-στρώννῡμι (s. στρώννυμι), = ἐπιστορέννυμι, τῇ γῇ νιφετόν Luc. Philopatr. 24; κάμηλος ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Prom. 4; a. Sp.
Meyers-1905: Epi...
Pierer-1857: Epi...