[984] ἐπι-στήμων, ον, verständig, kundig, ἐπιστήμων βουλῇ τε νόῳ τε Od. 16, 374; Eur. Suppl. 843; gew. τινός, einer Sache kundig, sie verstehend, erfahren worin, κακῶν Soph. frg. 514; τῆς ϑαλάττης Thuc. 1, 142; τοῦ ναυτικοῦ 8, 45; τῆς τέχνης Plat. Gorg. 448 b; λέγειν τε καὶ σιγᾶν Phaedr. 276 a; τούτων πέρι Rep. X, 599 b; ἅπερ ἐπιστήμονες ταῦτα καὶ σοφοί Theaet. 145 e, wie τὰ προςήκοντα Xen. Cyr. 3, 3, 9; neben τεχνικός u. δυνατός Plat. Theaet. 207 c Rep. X, 618 c; – ἐπιστημονέστερος, Plat. Charm. 174 a. – Adv. ἐπιστημόνως, verständig, kundig, geschickt, ἔχειν πρός τι Plat. Soph. 233 c; τοξεύειν Xen. Cyr. 1, 5, 11.