[903] ἐπ-άξιος, α, ον, würdig, werth, πάντων Pind. I. 5, 62; N. 7, 89; δόσιν τῶν κακῶν ἐπαξίαν Aesch. [903] Ch. 93; τῆς δίκης ἐπάξια Eum. 262; γάμος, angemessen, Soph. El. 977; ϑαυμάτων ἐπάξια Eur. Bacch. 716; ἐπάξιοι ἡγεμόνες Her. 7, 96; οὔτε καλὴν οὔτε ἐπαξίαν ἐπωνυμίαν Plat. Phaed. 238 a; αὐτὸν κρίναντα ἐπάξιον εἶναι εἰς τοὺς ἄλλους εἰςφέρειν Legg. XII, 961 b; Folgde. – Adv., Soph. O. R. 133.