[897] ἐπ-ακτικός, ή, όν, anreizend, ἐπακτικώτατα πρὸς ποτὸν τὰ ἀμύγδαλα Ath. II, 52 d; εἰς εὔνοιαν Hel. 4, 3; λόγοι, verführerisch, doch auch inductorisch (s. ἐπαγωγή), Arist. Metaphys. 12, 4. Ggstz von συλλογιστικός, Top. 1, 18; Anal. post. 1, 12.