[1007] ἐπ-ολισθαίνω (s. ὀλισϑαίνω), daraufgleiten, ἐπολισϑήσω μείζοσιν ἀμπλακίαις, in größere Fehler verfallen, Agath. 2 (V, 278); προκάρηνος ἐπωλίσϑησεν ἀρούρῃ Nonn. D. 48, 922; darüber hingleiten, ἐπωλίσϑησε κυλίνδροις ἐς βυϑόν Paul. Sil. 57 (X, 15).