ἐπ-ονομάζω

[1008] ἐπ-ονομάζω, davon, danach benennen, ὃν ἐπονομάζομεν Πυριφλεγέϑοντα Plat. Phaedr. 113 b, öfter; vollständiger ἀπὸ ταύτης τῆς φύσεως τῆς τοῦ ϑεῖν ϑεοὺς αὐτοὺς ἐπονομάσαι Crat. 397 e; τὰς δὲ Μούσας ἀπὸ τοῠ μῶσϑαι τὸ ὄνομα τοῠτο ἐπωνόμασαν 406 a; pass., τό γε ὄνομα ὁ Ἅιδης πολλοῦ δεῖ ἀπὸ τοῦ ἀειδοῠς ἐπωνομάσϑαι 404 b; πολλοῖς τῶν ποιητῶν ἐν ἀηδόνος μνήμῃ Δαυλιὰς ἡ ὄρνις ἐπωνόμασται Thuc. 2, 29; 6, 2; mit pleon. εἶναι, Plat. ὧν ἡμεῖς μετέχοντες εἶναι ἕκαστα ἐπονομαζόμεϑα Parmen. 133, d; τινί τι, Einem einen Namen od. Beinamen geben, ῴ γένει κέραμον ἐπωνομάκαμεν Tim. 60 d, vgl. Phil. 18 c Legg. XII, 963 d; pass., τῇ ἀρχῇ ὕβρις ἐπωνομάσϑη, es wurde ihr der Name ὕβρις beigelegt, Phaedr. 238 a; Sp., wie App. B. C. 3, 84. Auch ἐπονομάζεσϑαί τινος, nach Etwas benannt werden, ἐπικωκύω πατρὸς τὴν δυςτάλαιναν δαῖτ' ἐπωνομασμένην Soph. El. 277; Eur. Herc. Für. 1329; εἴπερ τοῠ τοιούτου τὴν πόλιν ἔδει ἐπονομάζεσϑαι Plat. Legg. IV, 713 a; so wohl ταῖν ϑεαῖν ἐπωνόμασαν τὴν τριήρη Plut. Timol. 8. – Her. vrbdí τὸ ὄνομά τινος ἐπ ονομάζειν, Jemandes Namen anrufen, 4, 35. 7, 117; ἕνα ἕκαστον ἀνεκάλει πατρόϑεν τε ἐπονομάζων καὶ αὐτοὺς ὀνομαστὶ καὶ φυλήν Thuc. 7, 69; vgl. Plat. Lys. 204 e.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1008.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: