[1009] ἐπ-όρνῡμι (s. ὄρνυμι), erregen, aufregen, erwecken; ἐπὶ δ' ὤρνυε πάντας ἑταίρους Od. 21, 100, im feindlichen Sinne, wie ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀϑηναίην Il. 5, 765; ὅς ῥά οἱ Ἅκτορ' ἐπῶρσε 17, 72; ἥ σφιν ἐπῶρσ' ἄνεμον Od. 5, 109; Eur. Cycl. 12; c. int., οἶον ἐπόρσειαν πολεμίζειν Ἅκτορι Il. 7, 42; καί οἱ ἐπ' αἰετὸν ὦρσε Hes. Th. 523; feindlich, Unglück zusenden, ὀϊζύν Od. 7, 271, ἤδη γάρ οἱ ἐπώρνυε μόρσιμον ἦμαρ Ill. 15, 613, ὕπνον τινί, der Gott sandte ihr einen Schlaf, Od. 22, 429; ὅς μοι ἐπῶρσε μένος Il. 10, 93, in mir Muth anregte. – Pass. sich gegen Einen erheben, anstürmen, ἐπῶρτ' Ἀ χιλῆϊ Il. 21. 324; so feindlich, ἐπὶ δ' ὤρνυτο δῖος Ἀπειός 23, 689; ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσϑλοὶ ὄρονται Od. 14, 104, vgl. 3, 471 u. ἐπὶ δ' ἀνὴρ ἐσϑλὸς ὀρώρει Il. 23, 112. Vgl. ὄρνυμι. – C. acc., τόνδ' ἐπόρνυται στόλον Aesch. Suppl. 184.