[1026] ἐρέφω, überdachen, mit einem Dache versehen, καϑ-ύπερϑεν ἔρεψαν (κλισίην) Il. 24, 450; ϑάλαμον Od. 23, 193 (εἴποτέ τοι ἐπὶ νηὸν ἔρεψα s. unter ἐπερέφω); τὰς οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς ἀετόν Ar. Av 1110; ναόν Pind. I. 3, 72; ἤρεψε τὴν οἰκίαν τοῖς ἐκ Μακεδονίας δοϑεῖσι ξύλοις Dem. 19, 265. Uebertr., λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον Pind. Ol. 1, 68; umkränzen, schmücken, zieren, κρατῆρες, ὧν κρᾶτ' ἔρεψον καὶ λαβάς Soph. O. C. 473; νῆα ἀσπίσι Ap. Rh. 2, 1076. – Med. sich u mkränzen, schmücken, κισσῷ ἐρεψόμεσϑα Eur. Bacch. 323; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 159; ἐρεψάμενος Opp. C. 4, 200.