[1020] ἐργάτις, ιδος, ἡ, fem. zu ἐργάτης, bewirkend, μνήμην ἁπάντων μουσομήτορ' ἐργάτιν Aesch. Prom. 459; vgl. μέλισσα μέλιτος ἐργ. Luc. Hale. 7; νέκταρος, Bienen, Antiphil. 29 (IX, 404); ἀενάων σελίδων, Dichterinnen, Antip. Th. 23 (IX, 26); πολιτεία ἐργ. τῶν ἀγαϑῶν D. H. 2, 76; – arbeitsam, thätig, γλῶσσαν μὲν ἀργόν, χεῖρα δ' εἶχον ἐργάτιν Soph. Phil. 97; γυναῖκες Her. 5, 13; von den Bienen, Arist. H. A. 9, 40 u. a. Sp. – Um Lohn arbeitend, Μοῖσα οὐκ ἐργάτις Pind. I. 2, 6; – Beiname der Athene, = ἐργάνη, Hesych.; – γυνή, Hure, Archil. u. VLL.; Κύπριδος Macedon. 7 (V, 245).