[1019] ἐργαλεῖον, τό, ion. ἐργαλήϊον, das Werkzeug; Her. 3, 131; ἐργαλεῖα ἑτοίμαζον εἰς τὸν ἐπιτειχισμόν Thuc. 7, 18; Plat. Polit. 281 c u. Folgde.