ἐφ-ίπταμαι
[1119] [1119] ἐφ-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), hinan-, darauflosfliegen; εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις Od. 15, 160; πτερόεις ὡς ὄρνις ἐφίπταται ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλους Mosch. 1, 16; in später Prosa, ὥστε μηδὲν ὄρνεον ἐφίπτασϑαι σαρκοφάγον Plut. Cleom. 39.