[1121] ἐφ-ολκίς, ίδος, ἡ, dasselbe, VLL., vgl. Schol. Ar. Vesp. 268 ἐφολκὶς κυρίως λέγεται ἡ λέμβος, ἡ μικρὰ ναῦς, ἡ ὑφ' ἑτέρας μεγάλης νεὼς ἑλκομένη; nach Poll. 1, 86 = ῥινωτηρία; übertr., Eur. Herc. Für. 631; geradezu für Begleiter, Andr. 200.