[1121] [1121] ἐφ-ομῑλέω, mit Einem umgehen; καὶ γὰρ τὴν ὁ μελιχρὸς ἐφωμίλησ' Ἀνακρείων Hermesian. Ath. XIII, 598 c, ἄμφω δὲ σκιεροῖσιν ἐφωμίλησαν όνείροις Nonn. D. 5, 410. 24, 335.