[1121] ἐφ-όδιος, ion. ἐπόδιος, auf den Weg, zur Reise nöthig, τὸ ἐφόδιον, Reisevorrath, Reisegeld, bes. im plur., ἐπόδιά σφι δοῠναι Her. 4, 203, wie Lys. 12, 11 u. Plat. Ep. VII, 350 b; ἐφόδι' οὐκ ἔχω Ar. Ach. 53; καὶ ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντες ἐφόδιον Thuc. 2, 70; ἐφοδίων ἀπορεῖν Lys. 16, 14; ἐφόδια τοῖς ἵπποις Andoc. 4, 30; τὰ τῆς φυγῆς ἐφόδια Aesch. 1, 172; Unterhaltungskosten eines Heeres im Kriege, δι' ἀπορίαν ἐφοδίων τοῖς στρατευομένοις Dem. 3, 20; vgl. Thuc. 6, 31; τὰ ἐφόδια τοῦ πολέμου Arist. rhet. 3, 10; übh. Beförderungs-, Hülfsmittel wozu, τὴν Ἰλιάδα τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς ἐφόδιον ὀνομάζει Plut. Alex. 8; εἰς ἀνδρείαν Hdn. 2, 10, 11; Luc. u. a. Sp.