[1117] ἐφ-ῆλιξ, ικος, jugendlich, im kräftigen Alter, τὸ τᾶς νεότατος ἐφήλικος ἄνϑος Antip. 93 (VII, 427); nach Schol. Ar. Vesp. 1201 ὁ νέος ἐφῆλιξ.